- ενθνήσκω
- ἐνθνήσκω και ποιητ. τ. ἐνιθνήσκω (Α) [θνήσκω]1. πεθαίνω σ' έναν τόπο, πεθαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι («σῇ γὰρ ἐνθανεῑν χερὶ θέλω» — θέλω να πεθάνω στα χέρια σου, Ευρ.)2. νεκρώνομαι μέσα σε κάτι, ναρκώνομαι (ἐνθανεῑν γε σοῑς πέπλοισι χεῑρ' ἐμήν», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.